- ξεπήδημα
- το [ξεπηδώ]1. το προς τα έξω και επάνω πήδημα2. (για νερό) ανάβλυση3. ξαφνική εμφάνιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάδοση — η (Α ἀνάδοσις) (για φυτά) ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση νεοελλ. 1. υγρασία που αναδίδεται από τη γη, ικμάδα 2. πρωινή δροσιά αρχ. 1. (για φωτιά, άνεμο, νερό κ.ά.) ξέσπασμα, έκρηξη, ανάβλυση, ξεπήδημα 2. εκπνοή 3. (για τροφή) κατανομή, αφομοίωση 4.… … Dictionary of Greek
αναπήδημα — το (Μ ἀναπήδημα) ξεπήδημα, ανάβλυση νεοελλ. 1. το εκ νέου πήδημα 2. πήδημα, άλμα προς τα επάνω (για άσκηση η από έκπληξη, τρόμο κ.λπ.), ανατίναγμα, ανασκίρτηση … Dictionary of Greek
αναπήδηση — η (Α ἀναπήδησις) 1. πήδημα προς τα επάνω, εκτίναξη, πέταγμα 2. αιφνίδιο σκίρτημα (κυρίως από έκπληξη ή φόβο) νεοελλ. 1. (για υγρά) ξεπήδημα, ανάβλυση 2. μετατόπιση πράγματος μετά από έκρηξη … Dictionary of Greek
ανάβρυσμα — το, ατος ανάβλυση, ξεπήδημα: Το ανάβρυσμα της πηγής διαρκούσε χειμώνα καλοκαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεπέτα(γ)μα — το, ατος το ξαφνικό πέταγμα, το ξεπήδημα, το μεγάλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)